αχρωματοψία

αχρωματοψία
αχρωματοψία, η και αχρωματωπία, η
(ιατρ.), αδυναμία του ματιού να διακρίνει τα χρώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αχρωματοψία — η η αδυναμία διάκρισης ενός ή περισσότερων από τα τρία χρώματα, ερυθρό, πράσινο και κυανό …   Dictionary of Greek

  • δαλτονισμός ή αχρωματοψία — Συγγενής ανικανότητα διάκρισης των χρωμάτων. Οφείλει την ονομασία της στον φημισμένο Άγγλο χημικό Τζον Ντάλτον, ο οποίος έπασχε ο ίδιος από αυτή τη νόσο και την περιέγραψε πρώτος με ακρίβεια. Η συνηθέστερη μορφή της χαρακτηρίζεται από τύφλωση ως… …   Dictionary of Greek

  • αχρωματωπός — ή, ό αυτός που πάσχει από αχρωματοψία …   Dictionary of Greek

  • διασποράμετρο — και διασπορόμετρο, το όργανο με το οποίο οι κατασκευαστές οπτικών οργάνων μπορούσαν να επιτύχουν αχρωματοψία σε δεδομένο οπτικό σύστημα …   Dictionary of Greek

  • Ντάλτον, Τζον — (John Dalton, Ίγκλισφιλντ, Κούμπερλαντ 1766 – Μάντσεστερ 1844). Άγγλος φυσικός και χημικός. Γιος υφαντουργού, αναγκάστηκε από πολύ νέος να κερδίζει ο ίδιος τη ζωή του διδάσκοντας σε δημοτικά σχολεία· συγχρόνως όμως μελετούσε φυσική και μαθηματικά …   Dictionary of Greek

  • νταλτονισμός — Βλ. λ. δαλτονισμός ή αχρωματοψία …   Dictionary of Greek

  • δαλτονικός — ή, ό αυτός που πάσχει από δαλτονισμό, αχρωματοψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαλτονισμός — ο διαταραχή της όρασης εξαιτίας της οποίας δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τα χρώματα και κυρίως το κόκκινο, αχρωματοψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”